Άλιδρυς

Άλιδρυς
η Βoτ.
γένος Φαιοφυκών τής οικογένειας τών Φυκιδών με λίγα είδη στις ακτές τού Ατλαντικού ωκεανού. Το πιο συνηθισμένο είδος είναι η Halidrys siliquosa.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ἁλι-* (< ἅλς, ἁλὸς) + δρῦς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”